ογκόλιθος

ογκόλιθος
ο
μεγάλων διαστάσεων ακατέργαστη πέτρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ογκόλιθος — ο 1. ακατέργαστος λίθος μεγάλων διαστάσεων, ογκώδης λίθος 2. τεχνολ. συμπαγές δομικό υλικό μεγάλων διαστάσεων που χρησιμοποιείται κυρίως στα λιμενικά έργα 3. μτφ. καθετί που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όγκος (Ι) + λίθος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σακογκόλιθος — ο, Ν τεχνητός ογκόλιθος που κατασκευάζεται από σάκους γεμάτους με μπετόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ογκόλιθος] …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • κοντρί — το μεγάλη ογκώδης πέτρα, ογκόλιθος, βράχος …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • μπλοκ — το 1. δέσμη από φύλλα χαρτιού τα οποία είναι κολλημένα στη μία πλευρά και χρησιμεύουν για σημειώσεις ή ιχνογραφήσεις 2. σύνδεση κρατών, πολιτικών ή οικονομικών οργανισμών με συμφωνία που αποβλέπει σε κοινή δράση, συνασπισμός, συμμαχία (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Παλαίπαφου (Κύπρου), Τοπικό — Περίπου ένα χιλιόμετρο από τη νότια ακτή της Κύπρου, σε ένα λόφο, υψωνόταν το διάσημο κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ιερό της Αφροδίτης. Εδώ κατασκεύασαν αργότερα οι σταυροφόροι το μικρό φρούριο La Covocle (από αυτό προέρχεται και το όνομα του …   Dictionary of Greek

  • χαράκι — το 1. χαραγή, χαραγματιά. 2. καθεμιά από τις ευθείες γραμμές που είναι χαραγμένες πάνω στα φύλλα των τετραδίων. 3. το χαράκωμα αμπελιού. 4. εντομή στα δέντρα για εμβολιασμό, εμβολιασμός. 5. βράχος, ογκόλιθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”